- διάβαθρον
- διά-βαθρον, τό, a kind ofA slipper, Alex.98.8, Herod.7.61, Alciphr.3.46; cf. Lat. diabathrarii, Plaut.Aul.513.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάβαθρον — διάβαθρον, το (Α) είδος γυναικείου υποδήματος, η παντόφλα … Dictionary of Greek
διάβαθρον — slipper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάθροιν — διάβαθρον slipper neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβαθρα — διάβαθρον slipper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… … Dictionary of Greek